Page 13 - EKDHLOSH MNHMHS PAN STAMOY
P. 13

βιβλίο  αὐτὸ  παρουσιάζεται  σὰν  μία  ὁμιλία  πρὸς  μαθητὲς  τοῦ  Λυκείου

            (ὁμιλία  ποὺ  μπορεῖ  νὰ  ἔγινε)  μὲ  τὸν  ἀκόλουθο  στόχο:  τὰ  παιδιὰ  νὰ
            κρατήσουν ἀδέσμευτο τὸ πνεῦμα τους ἀπὸ τὴν εἱλωτεία ποὺ ἐπιβάλλει ἡ

            παντοῦ δεσπόζουσα οἰκονομία. Ἐκτὸς ἀπὸ τὸ ζῆν ὑπάρχει καὶ τὸ εὖ ζῆν.

            Καὶ αὐτὸ δὲν ἐπιτυγχάνεται μὲ τὴν ἀπόκτηση μόνο τῶν ὑλικῶν ἀγαθῶν.
            Ὑπάρχει καὶ ἡ ποίηση, ἡ μουσική, ὁ ἔρωτας, τὸ θρόισμα τῶν φύλλων, τὸ

            χρῶμα  τῆς  ἀνεμώνης,  τὸ  τιτίβισμα  τοῦ  χελιδονιοῦ.  Ἡ  ὑποταγὴ  τοῦ
            ἀνθρώπου  στὴν  οἰκονομία  τὸν  ἔκανε  ἕνα  ἐξελιγμένο  κτῆνος.  Χωρὶς  νὰ

            ὑποτιμᾶ τὸν παράγοντα, δὲν τοῦ ἀναγνωρίζει κυριαρχικὸ ρόλο στὴ ζωή,

            γιατί ἡ κυριαρχία του ἐγκυμονεῖ τὴν καταστροφή. Κι ὅλα αὐτὰ βγαίνουν
            μέσα ἀπὸ μία γραφὴ ἑνὸς ἀνθηροῦ λόγου πεποικιλμένου μὲ ἀναρίθμητα

            ἀποσπάσματα ἀρχαίων συγγραφέων. Μὲ αὐτὸ σκοπεῖ νὰ μᾶς δείξει ὅτι οἱ

            ἀρχαῖοι δὲν εἶναι ξένοι μας, εἶναι αἷμα μας. Στὸ βιβλίο αὐτὸ ὁ Παναγιώτης
            ἐπιλογικὰ μᾶς δίνει καὶ κάποια στοιχεῖα αὐτοβιογραφικά.

            «Μέχρι τὰ δώδεκα χρόνια (ὁ γράφων) διετέλεσε ἀχίτων, ἀνυπόδητος καὶ
            χαμαιεύνης˙ στὰ δεκατρία του ὑποδέθηκε, καὶ δὲν ὑποδύθηκε ὅμως ἔκτοτε

            κανένα ρόλο ὄντας, ἀνίκανος γι' αὐτό (…). Στοὺς γονεῖς τοῦ ὀφείλει τὸ

            ζῆν, στὴ μητέρα τοῦ ἰδιαίτερα καὶ κάποια ἐξοικείωση μὲ τὴν αὐτοσχέδια
            ποίηση, δηλ. τὴν ποίηση, τὸ χορό, καὶ τὸ τραγούδι, σὰν νὰ ποῦμε κάτι ἀπὸ

            τὸ '21˙  στοὺς ἀπώτατους προγόνους του τὴν ἁφή, τὴ γεύση, τὴν ὄσφρηση

            καὶ τὴν ὄρθια στάση. Στοὺς δασκάλους τῆς ἐγκύκλιας παιδείας του, μετὰ
            ἀπὸ  πολλὰ  χρόνια  ἄγονης  θητείας,  τὴ  γραφὴ  καὶ  τὴν  ἀνάγνωση,  ἱκανὰ

            τροφεῖα, ἐνῶ στοὺς πανεπιστημιακούς του δὲν ὀφείλει ἀπολύτως τίποτα,

            οὔτε  καν  χάριτας,  καὶ  τὸ  θεωρεῖ  ἀτύχημα  ὅτι  φοίτησε  στὴ  νομικὴ  καὶ
            ἀποφοίτησε ἀπὸ τὴ Φιλοσοφικὴ Σχολὴ» (σ σ. 78 - 80).

             Τὰ ἴδια περίπου θὰ μποροῦσα νὰ πῶ καὶ ἐγὼ γιὰ τὴν ταπεινότητά μου.

            Καὶ ἀκόμη ὅτι σπουδάσαμε καὶ οἱ  δύο συνεχῶς ἐργαζόμενοι. Αὐτὸ ποὺ
            δὲν ἔγραψε ὁ ἀείμνηστος φίλος εἶναι ὅτι γεννήθηκε στὸ ἡρωικὸ Ζερίκι ἢ

            Ζερίκια, τὸν νῦν Ἑλικώνα ὅπου οἱ Ἑλικωνιάδες νύμφες τοῦ χάρισαν τὴν

            ποιητικὴ ἐμπνοή. Εἶδε ἐκεῖ τὸ φῶς τῆς ζωῆς τὸ ἔτος 1939 ἀλλὰ τὸ 1946,
            λόγω  τοῦ  ἀρξάμενου  Ἐμφυλίου  Πολέμου,  ἐγκαταστάθηκε  μὲ  τὴν

            οἰκογένειά  του  στὴ  Λεβάδεια  ὅπου  τελείωσε  τὸ  Γυμνάσιο.  Λύκειο  δὲν

            ὑπῆρχε τότε. Γιὰ δύο χρόνια φοίτησε στὴ Νομικὴ Σχολή, μετὰ  ὁ
            ἀκατασίγαστος  ἔρωτας  πρὸς  τὴν  κλασσικὴ  παιδεία  τὸν  ὤθησε  πρὸς  τὴ



                                                                                                          11
   8   9   10   11   12   13   14   15   16   17   18