Page 12 - EKDHLOSH MNHMHS PAN STAMOY
P. 12

Παράλληλα μὲ τὴν ἀρθρογραφία ἐπὶ μία 12 ετία εἶχα σελίδα κριτικῆς σ'

            ἐφημερίδες καὶ περιοδικά. Κάποτε, ποὺ ἐδῶ στὴ Λεβάδεια παρουσίασα τὸ
            τρίτομο  ἔργο  μου  «Ἱστορία  τῶν  Ἀρχαίων  Ἀθηνῶν»,  ὁ  ἐλλόγιμος

            βιβλιοπώλης Νίκος Λαμπρόπουλός μου προσέφερε δύο βιβλία ἀγνώστου.

            Ἦταν  τὸ  «Λόγος  ἀνθηρὸς  χειρο-νομηθείς»  καὶ  τὸ  «Ἀγαπᾶτε
            καταλλήλους».  Ἔμεινα  ἔκπληκτος  ἀπὸ  τὴν  νοηματικὴ  βαθύνοια,  τὴν

            πλούσια γνώση καὶ τὴ λεκτικὴ δεξιοτεχνία. Καὶ ἔκανα - δὲν θυμᾶμαι τώρα
            ποῦ - ἀμέσως παρουσίαση τῶν δύο ἔργων. Μὲ συγκίνησε ἄλλωστε καὶ ἡ

            ἐμμονὴ  τοῦ  συγγραφέα  στὸ  παραδοσιακὸ  σύστημα  ὀρθογραφίας  γιὰ  τὸ

            ὁποῖο ἔδινα καὶ ἐξακολουθῶ νὰ δίνω μάχη. Μὲ σοβαρὸ κόστος βεβαίως.
            Καὶ ἕνα πρωὶ ἀκούω χτύπημα στὴν πόρτα μου. Ἀνοίγω καὶ βλέπω ἕναν

            ἄνθρωπο          ντροπαλό,         μετρίου       ἀναστήματος,           μὲ      φυσιογνωμία

            καλλιεργημένου  ἀγρότη,  ποὺ  σὲ  μία  πλαστικὴ  σακούλα  μου  ἔφερε  μία
            δέσμη  φασκόμηλο  ἢ  βουνίσιου  τσαγιοῦ  καὶ  ἕνα  βαζάκι  μέλι.  «Εἶμαι  ὁ

            Παναγιώτης Στάμος», μου εἶπε ντροπαλά. Καθίσαμε στὸ σαλόνι κι' ἀπὸ
            τὴν  κουβέντα  κατάλαβα  ὅτι  ἦταν  ὁ  καθηγητὴς  γιὰ  τὸν  ὁποῖον  μοῦ

            μιλοῦσαν  παλιὰ  τὰ  παιδιά.  Στὶς  ἑπόμενες  συναντήσεις  μας  (ἔρχονταν

            πάντα  μὲ  τὰ  πόδια  ἀπὸ  τὰ  Μελίσσια  νὰ  μὲ  δεῖ)  πάντα,  γιὰ  νὰ  μὲ
            δωροδοκήσει, συνόδευε τὴν ἐπίσκεψή του μὲ ἕνα βαζάκι μέλι.  Ἀλλὰ τὸ

            γλυκύτερο  μέλι  ἔρρεε  ἀπὸ  τὸ  στόμα.  Ἦταν  σὰν  τὸν  Νέστορα  γιὰ  τὸν

            ὁποῖον ὁ Ὅμηρος λέει ὅτι ἀπὸ τὰ χείλη τοῦ ἔρρεε «αὐδή» δηλαδὴ λόγος
            «γλυκίων μέλιτος».

            Μοῦ ἐμπιστεύτηκε πολλὰ βιογραφικά του στοιχεῖα καὶ μοῦ προσέφερε τὶς

            δύο  πρῶτες   πνευματικές  του  δημιουργίες.  Εἶχε  μπεῖ  κάπως  ἀργὰ  στὸ
            στίβο  τῆς  συγγραφῆς.  Τὸ  πρῶτο  του  ἔργο  δὲν  ἦταν  ποιητικό˙  ἦταν  ἕνα

            δοκίμιο ὑπὸ τὸν αἰνιγματικὸ τίτλο «Λόγος ἀνθηρὸς χειρο-νομηθείς» ποὺ

            κυκλοφορήθηκε  ἀπὸ  τὶς  ἐκδόσεις  Καστανιώτη  τὸ  1983,  τὴν  ἴδια  χρονιὰ
            ποὺ ἡμετέρα μετριότητα ἔθεσε σὲ κυκλοφορία τὸ βιβλίο «Ἀλαλία, ἤτοι τὸ

            σύγχρονο γλωσσικό μας πανόραμα». Παρότι οἱ στόχοι ἦσαν διαφορετικοί,

            ὑπάρχει καὶ στὰ δύο βιβλία ἕνας κοινὸς τόπος: ὁ πόνος γιὰ τὴ γλώσσα.
            Γράφει ὁ Παναγιώτης στὶς σελίδες 75 - 76: «Ὅταν φθίνει ἡ γλώσσα ἑνὸς

            λαοῦ,  φθίνει  καὶ  ὁ  ἴδιος  καὶ  γίνεται  ἀγνώριστος,  ἐπιβιώνοντας  μὲν

            βιολογικὰ - ἀβέβαιο καὶ αὐτὸ - ἀλλὰ ἀδιάφορα, χωρὶς πρόσωπο, δηλαδὴ
            χωρὶς μνήμη». Ἡ σημερινὴ θλιβερή μας κατάσταση τὸ ἐπιβεβαιώνει. Τὸ



            10
   7   8   9   10   11   12   13   14   15   16   17