Page 154 - PYRGOI_FRYKTORIES_AKROPOLEIS
P. 154
λάμψης, τη χαρούμενη λάμψη πάνω από τη θάλασσα η δάδα σαν ήλιου
φως, χρυσοφώτεινη το φως το έστελνε σ’ αυτούς που φύλαγαν σκοπιά
στο βουνό Μάκιστο.
Κι αυτοί, χωρίς καιρό να χάνουν και δίχως αστόχαστα ο ύπνος να
τους πάρει, πίσω δεν έμειναν στο χρέος για το μήνυμα. Η λάμψη της
φωτεινής σηματοδοσίας στου Ευρίπου τις ροές πηγαίνει και φέρνει
μήνυμα στου Μεσσάπιου τους σκοπούς. Κι αυτόι πάλι φλόγα σήκωσαν
και πιο πέρα την έστειλαν ανάβοντας φωτιά μ’ ‘ένα σωρό ρείκια ξερά
που βρήκαν. Κι η λάμψη δυνατή και χωρίς να πέφτει διόλου, πηδώντας
πάνω απ’ την πεδιάδα του Ασωπού σα λαμπερή σελήνη προς του
Κιθαιρώνα την ψηλή κορφή ξεσήκωσε μιαν άλλη συνέχεια της λάμψης
που το ταξίδι έκανε αυτό. Και καμιά από τις βίγλες του υπαίθρου δεν
αμέλησε να στείλει μακριά τη φλόγα. Και πέρασε το φως πάνω απ᾽ τη
Γοργώπη λίμνη και φθάνοντας στο Αιγίπλαγκτο σήμανε να δώσουν απ᾽
εκεί το σύνθημα της φλόγας. Στέλνουν κι αυτοί μ᾽ όλη την προθυμία τους
ανάβοντας μεγάλες γλώσσες πύρινες, που ᾽λαμπαν τόσο, ώστε να
ξεπεράσουν τ᾽ όρθιο ακρωτήριο του Σαρωνικού πορθμού. Όλο και
προχωρούσ᾽ η λάμψη, ώς που έφθασε στην κορφή του Αραχναίου, στις
βίγλες πια που ᾽ναι Κοντά στην πόλη. Κι έπειτ᾽ αστράφτει ώς εδώ στων
Ατρειδών τη στέγη το φως, που πρωτογέννησε της Ίδης η φωτιά. Τέτοιες
διαταγές έδωσα στους λαμπαδηφόρους, να μεταδώσουν ένας στον άλλο
της πυράς το σύνθημα. Αξίζει βέβαια ο πρώτος όσο κι ο τελευταίος που
᾽τρεξε. Αυτό το σύνθημα και το τεκμήριο μου ᾽στειλε, λέω, ο άνδρας μου
από την Τροία.
ΘΟΥΚΥΔΙΔΗΣ, ΙΣΤΟΡΙΑΙ
ΒΙΒΛΙΟ Β’, ΚΕΦ.94
[2.94.1] ἐς δὲ τὰ ς Ἀθήνας φρυκτοί τε ᾔροντο πολέμιοι καὶ ἔκπληξις
ἐγένετο οὐδεμιᾶς τῶ ν κατὰ τὸν πόλεμον ἐλάσσων. οἱ μὲν γὰ ρ ἐν τῷ
ἄστει ἐς τὸν Πειραιᾶ ᾤ οντο τοὺς πολεμίους ἐσπεπλευκέναι ἤδη, οἱ δ᾽
ἐν τῷ Πειραιεῖ τήν τε Σαλαμῖνα ᾑρῆσθαι καὶ παρὰ σφᾶς ὅσον οὐκ
ἐσπλεῖν αὐτούς· ὅπερ ἄν, εἰ ἐβουλήθησαν μὴ κατοκνῆσαι, ῥ ᾳ δίως
ἐγένετο, καὶ οὐκ ἂν ἄνεμος ἐκώλυσεν. [2.94.2] βοηθήσαντες δὲ ἅμ᾽
ἡμέρᾳ πανδημεὶ οἱ Ἀθηναῖοι ἐς τὸν Πειραιᾶ ναῦς τε καθεῖλκον καὶ
ἐσβάντες κατὰ σπουδὴν καὶ πολλῷ θορύβῳ ταῖς μὲν ναυσὶν ἐπὶ τὴν
Σαλαμῖνα ἔπλεον, τῷ πεζῷ δὲ φυλακὰ ς τοῦ Πειραιῶ ς καθίσταντο.
152