Page 31 - EKDHLOSH MNHMHS PAN STAMOY
P. 31

ανάγκη φερέτρου, ούτε καν κριτικού. » Ή, ακόμη: «Ο κριτικός επιτρέπει

            στο έργο να προβάλει, να “ξεμυτίσει”. Ο ίδιος υποχωρεί πίσω από το έργο,
            κρύβεται,  είναι  άρρινος∙  ρινηλάτης  μεν άλλα άρρινος ή το πολύ

            ρινότμητος  (ολόκληρος  αυτοκράτωρ  υπήρξε  ρινότμητος!):  αναπνέει

            βέβαια, όχι όμως το οξυγόνο του έργου. Το έργο δεν πρέπει να ασφυκτιά
            παρά μόνο δίπλα σε άλλα έργα, όμοια ή ανώτερα, πού αποτελούν και τον

            κανόνα  του∙  τότε  νιώθει  άβολα.  Ο  κριτικός  ενδείκνυται  να  ασφυκτιά,
            μερικοί  μάλιστα  το  δείχνουν  αυτό  ταυτίζοντας,  άθελά  τους  ίσως,  την

            κριτική με την πέψη!».

            Με τον Μαρξ έρχεται πλέον η ρήξη: «Ο Μαρξ ανανέωσε στα Νεότερα
            Χρόνια το ανθρώπινο αίνιγμα και τη “λύση” του. Ως Εβραίος όμως και

            Γερμανός ζύμωσε το δανεικό του ιδανικό: τη σωτηρία του ανθρώπου, με

            γερμανική μαγιά. Επειδή όμως γνώριζε μόνο ένα ποτάμι κι αυτό με μία
            όχθη:  τον  Ιορδάνη  (παραγωγικές  δυνάμεις)  και  μία  θάλασσα:  τη  Νεκρά

            (παραγωγικές  σχέσεις),  το  νέκρωσε!  Δεν  είναι  βέβαια  ο  τελευταίος!  'Ο
            Ιορδάνης και η Νεκρά Θάλασσα πάντα υπάρχουν! »

            Εκείνο  τον  καιρό  διαβάζει  επίσης  έναν  συγγραφέα  γαλλο-ρουμανικής

            καταγωγής, τον Σιοράν,  του οποίου μια φράση βάζει μότο στο Αδήλων
            όψις.  Είναι  μια  καταπληκτική  φράση,  που  θα  μπορούσε  να  είναι  ένας

            άλλος  ορισμός  της  ποιήσεως.  Γράφει  ο  Σιοράν,  αναφερόμενος  στο

            αφοριστικό  ύφος,  ότι  «αυτό  αποτελεί  τον  ελάχιστο  συμβιβασμό  με  τη
            γραφή και την ελάχιστη προδοσία της σιωπής».

            Μετά  το Αδήλων  όψις  επανερχόμαστε  στην  ποίηση.  Τον  Παναγιώτη

            ενδιέφερε πάντα η ουσία χωρίς φιοριτούρες, χωρίς περιττά πράγματα. Εδώ
            πλέον φτάνουμε στην πεμπτουσία, το απόσταγμα της ουσίας, που είναι η

            ποίηση.  Εδώ  αρχίζουν  να  αραιώνουν  οι  άμεσες  αναφορές  στην

            αρχαιοελληνική  γραμματεία.  Βέβαια  η  αρχαιογνωσία  υπάρχει  διαρκώς
            από κάτω. Ο λόγος του αποκτά λυρισμό με επιρροή της δημοτικής

            ποίησης.  Σας  διαβάζω  ένα  μικρό  κομμάτι  μονάχα  στην  Ενδοχώρα  της

            ανάγκης που για μένα είναι το κορυφαίο βιβλίο του.
                   Μ’ ένα μικρό φτερούγισμα μ’                          μ’ ένα μικρό λυχνάρι

                   ένα πετάρισμα απαλό                                       γαληνεμένη αύρα

                   και στου πανόπτη πολικού και                   στην Πούλια τη βυζάστρα
                   στ’ ουρανού την αγκαλιά                          γέρνεις την ξελογιάστρα



                                                                                                          29
   26   27   28   29   30   31   32   33   34   35   36